- τρομπόνι
- Πνευστό μουσικό όργανο, της οικογένειας των χάλκινων. Χρησιμοποιούμενο περίπου με το σημερινό σχήμα του από τον 14o αι., διαδιδόταν όλο και περισσότερο. Ο μοναχός Μαρέν Μερσέν (1588-1648) το κατέγραψε στη Γενική αρμονία (Harmonie universelle, 1636) μεταξύ των πολύ συνηθισμένων οργάνων. Συντονισμένο αρχικά στον τόνο του ρε και του λα και εφοδιασμένο με πιστόνια, χωριζόταν ανάλογα με το ηχόχρωμα σε 4 είδη: άλτο, κανονικό, τενόρος και μπάσο. Στη νεότερη ορχήστρα χρησιμοποιείται πολύ το τ. τενόρος σε σι ύφεση, με τη μορφή του τ. με έμβολο ή à coulisse (γαλλική ονομασία του διπλού σωλήνα ο οποίος καθώς μακραίνει ή κονταίνει τη στήλη του αέρα, καθορίζει τις διαφορετικές θέσεις από τις οποίες εξαρτάται η εκπομπή των διαφόρων ήχων του οργάνου).
Εφοδιασμένο με κατάλληλα κλειδιά, το τ. τενόρος μπορεί να εκτελεί και βαθύτερους ήχους ή να αλλάζει ηχόχρωμα, οπότε ονομάζεται τ. τενόρος - μπάσο. Για την ευκολία μάλιστα που έχει σε αλλαγή ηχοχρωματικών αποχρώσεων χρησιμοποιήθηκε πολύ και σε εκτελέσεις σόλο. Σημαντικό παράδειγμα βρίσκεται στο Ρέκβιεμ του Μότσαρτ, ο οποίος το εκμεταλλεύτηκε κατά μεγαλοφυή τρόπο επίσης και στον Ντον Τζοβάνι. Όχι σπάνια, στο μελοδραματικό ρεπερτόριο ο ήχος του τ. προαγγέλλει το θέμα στις σημαντικότερες άριες. Χρησιμοποιούμενο γενικά από όλους τους συνθέτες, το τ. κατέχει εξαιρετική θέση στα έργα του Βάγκνερ, στην Πουλτσινέλα του Στραβίνσκι, σε σελίδες του Χίντεμιτ και του Πουλένκ κ.ά. Πρωτότυπες ηχοχρωματικές εντυπώσεις δίνει το τ. όταν χρησιμοποιείται, με σουρντίνα, στη μουσική τζαζ ή και σε έργα για συμφωνική ορχήστρα.
Ο τρομπονίστας L. Bowie (φωτ. ΑΠΕ).
* * *και τρουμπόνι, το, Ν1. στρ. παλαιό φορητό βραχύκαννο εμπροσθογεμές πυροβόλο όπλο τού οποίου η κάννη είχε σχήμα χοάνης ή σάλπιγγας και το οποίο έβαλλε πολλά σφαιρίδια2. μουσ. χάλκινο πνευστό μουσικό όργανο3. συνεκδ. μουσικός που παίζει το παραπάνω όργανο, τρομπονίστας.[ΕΤΥΜΟΛ. ιταλ. trombone < tromba (πρβλ. τρόμπα)].
Dictionary of Greek. 2013.